ανθοβοσκός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανθοβοσκός < αρχαία ελληνική ἀνθοβοσκός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανθοβοσκός αρσενικό
- ο ανθοκόμος, στην αρχαιότητα
- στον πληθυντικό ανθοβοσκοί χαρακτηρίζονται σήμερα κάποια έντομα όπως οι μέλισσες, πεταλούδες κ.ά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανθοβοσκός
|