ανθολόγηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανθολόγηση | οι | ανθολογήσεις |
γενική | της | ανθολόγησης* | των | ανθολογήσεων |
αιτιατική | την | ανθολόγηση | τις | ανθολογήσεις |
κλητική | ανθολόγηση | ανθολογήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανθολογήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανθολόγηση θηλυκό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανθολόγηση