ανθρωπολεπτό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανθρωπολεπτό ουδέτερο
- το κόστος ενός εργαζομένου ανά λεπτό εργασίας
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανθρωπολεπτό
|