ανθόγαλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ανθόγαλο | τα | ανθόγαλα |
γενική | του | ανθόγαλου | των | ανθόγαλων |
αιτιατική | το | ανθόγαλο | τα | ανθόγαλα |
κλητική | ανθόγαλο | ανθόγαλα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανθόγαλο ουδέτερο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανθόγαλο
|