ανισορροπία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανισορροπία < (ελληνιστική κοινή) ἀνισορροπία < ἰσορροπία < αρχαία ελληνική ἰσόρροπος < ῥοπή (2. σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική déséquilibre)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανισορροπία θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ανισόρροπα
- ανισόρροπος
- → δείτε τις λέξεις ισόρροπος, ίσος και ροπή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανισορροπία