ανιστόρητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανιστόρητος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀνιστόρητος (που δεν γνωρίζει την ιστορία, απληροφόρητος· ανεξερεύνητος, μη καταγεγραμμένος) < ἀν- στερητικό + ἱστορέω + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.niˈsto.ɾi.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νι‐στό‐ρη‐τος
Επίθετο[επεξεργασία]
ανιστόρητος, -η, -ο
- με άγνοια της ιστορίας
- που δεν τον έχουν εξιστορήσει ή δεν είναι δυνατόν να εξιστορηθεί
- ※ Και ήταν οι καιροί που ατίναχτο // μέγα αστροπελέκι, κάτι // πρωταγρίκητο κι ως τότε κι ανιστόρητο, // ... κρέμουνταν απάνω από τον κόσμο
- (Κωστής Παλαμάς, Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου'
- ※ Και ήταν οι καιροί που ατίναχτο // μέγα αστροπελέκι, κάτι // πρωταγρίκητο κι ως τότε κι ανιστόρητο, // ... κρέμουνταν απάνω από τον κόσμο
- (για ναό) που δεν τον έχουν ιστορήσει με τοιχογραφίες
- ↪ λόγω οικονομικών προβλημάτων το παρεκκλήσι παρέμεινε ανιστόρητο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ανιστόρητος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αν- από το στερητικό α- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα ποίησης (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)