ανοιγοκλείνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]ανοιγοκλείνω
- ανοίγω και κλείνω, συνήθως επαναλαμβανόμενα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανοιγοκλείνω
|