ανορεξιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανορεξιά | οι | ανορεξιές |
γενική | της | ανορεξιάς | των | ανορεξιών |
αιτιατική | την | ανορεξιά | τις | ανορεξιές |
κλητική | ανορεξιά | ανορεξιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανορεξιά < ανορεξία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ανορεξιά θηλυκό
- (σπάνιο) (λαϊκότροπο) ανορεξία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανορεξιά
→ δείτε τη λέξη ανορεξία |
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)