αντίζυγο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αντίζυγο | τα | αντίζυγα |
γενική | του | αντίζυγου | των | αντίζυγων |
αιτιατική | το | αντίζυγο | τα | αντίζυγα |
κλητική | αντίζυγο | αντίζυγα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αντίζυγο < μεσαιωνική ελληνική αντίζυγο(ν) < αρχαία ελληνική ἀντίζυγος < ἀντί + ζυγός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αντίζυγο ουδέτερο
- το αντίβαρο
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη ζυγός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αντίζυγο
|