ανταμωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανταμωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ανταμώνω
Μετοχή
[επεξεργασία]ανταμωμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ανταμώνω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανταμωμένος
|