ανταποδοτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανταποδοτικός < (ελληνιστική κοινή) ἀνταποδοτικός < ἀνταποδίδωμι < ἀποδίδωμι < δίδωμι (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική rémunératoire)
Επίθετο
[επεξεργασία]ανταποδοτικός -ή -ό
- που έχει σχέση με την ανταπόδοση ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ανταποδοτικά
- → δείτε τις λέξεις ανταποδίδω, αποδίδω και δίνω