αντενοκατάρτι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αντενοκατάρτι | τα | αντενοκατάρτια |
γενική | του | αντενοκαταρτιού | των | αντενοκαταρτιών |
αιτιατική | το | αντενοκατάρτι | τα | αντενοκατάρτια |
κλητική | αντενοκατάρτι | αντενοκατάρτια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντενοκατάρτι ουδέτερο
- (ναυτικός όρος) εφεδρικός κορμός δένδρου που φέρεται στα ιστιοφόρα για αντικατάσταση αντένας καταρτιού
- η χρήση του όρου αντενοκατάρτι σπανίζει έναντι του περισσότερο διαδεδομένου όρου αντενοκάταρτο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντενοκατάρτι
|