αντεπαγωγή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντεπαγωγή θηλυκό
- (νομικός όρος) η αντίκρουση επαγωγής, η εναντίωση σε άλλη επαγωγή
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- αντεπαγωγή όρκου: (νομικός όρος) η μετάθεση της υποχρέωσης ορκοδοσίας στον αντίδικο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντεπαγωγή
|