αντιαιμορραγικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντιαιμορραγικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
αντιαιμορραγικός
- που αποβλέπει στην πρόληψη ή την παύση μιας αιμορραγίας
- η βιταμίνη Κ έχει αντιαιμορραγική δράση
- αντιαιμορραγική βιταμίνη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντιαιμορραγικός