αντιδιουρητικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντιδιουρητικός < αντι- + διουρητικός
Επίθετο[επεξεργασία]
αντιδιουρητικός, -ή, -ό
- (ιατρική) που συμβάλλει στον περιορισμό της διούρησης
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντιδιουρητικός