αντικρίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αντικρίζω < αντίκρυ + -ίζω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /an.diˈkɾi.zo/

αντικρίζω (παθητική φωνή: αντικρίζομαι)

  1. βρίσκομαι / στέκομαι απέναντι από κάποιον ή κάτι
  2. φτάνω σε οπτική επαφή με κάποιον ή κάτι, βλέπω, κοιτάζω
  3. (μεταφορικά) αντιμετωπίζω απευθείας

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]