αντιμεταθέτω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντιμεταθέτω < λόγιο αντιμετατίθημι < ελληνιστική κοινή ἀντιμετατίθεμαι ("αντικαθίσταμαι").[1] Αναλύεται < αντι- + μετα- + τίθημι
Ρήμα[επεξεργασία]
αντιμεταθέτω, παθ.φωνή: αντιμετατίθεμαι
- αλλάζω τη θέση δύο πραγμάτων, βάζοντας το πρώτο στη θέση του δεύτερου και το δεύτερο στη θέση του πρώτου
- αντιμεταθέτουμε αυτές τις δύο στήλες του πίνακα...
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- το αρχαίο ρήμα τίθημι
Κλίση[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ αντιμεταθέτω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας