αντινεφικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αντινεφικός, -ή, -ό
- που συμβάλλει στην καταπολέμηση ή διάλυση του νέφους ή των σύννεφων
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη νέφος