αντισχέδιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντισχέδιο < αντι- + σχέδιο ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική counterplan)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντισχέδιο ουδέτερο
- (λόγιο) σχέδιο με το οποίο εκφράζουμε την αντίθεσή μας σε άλλο σχέδιο ή προσπαθούμε να μετριάσουμε / εξουδετερώσουμε τις συνέπειες ενός άλλου σχεδίου
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντισχέδιο