αντιτριβή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντιτριβή < αντι- + τριβή (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική antifriction)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντιτριβή θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αντιτριβικός
- → δείτε τη λέξη τρίβω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντιτριβή