ανώφλι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ανώφλι | τα | ανώφλια |
γενική | του | ανωφλιού | των | ανωφλιών |
αιτιατική | το | ανώφλι | τα | ανώφλια |
κλητική | ανώφλι | ανώφλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανώφλι < μεσαιωνική ελληνική ανώφλι < (ελληνιστική κοινή) ἀνώφλιον < αρχαία ελληνική ἄνω + φλιά
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανώφλι ουδέτερο
- (αρχιτεκτονική) οριζόντιο δοκάρι, από ξύλο, πέτρα ή μέταλλο, που αποτελεί το πάνω μέρος ενός ανοίγματος τοίχου και συγκρατεί την τοιχοποιία