αξεθύμαστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.kseˈθi.ma.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ξε‐θύ‐μα‐στος
Επίθετο[επεξεργασία]
αξεθύμαστος, -η, -ο
- που δεν έχει ξεθυμάνει
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αξεθύμαστα
- → δείτε τις λέξεις ξεθυμαίνω και θυμός