αξεμυάλιστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αξεμυάλιστος, -η, -ο
- που δεν έχει (ή δεν μπορεί να) ξεμυαλιστεί
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αξεμυάλιστα
- → δείτε τις λέξεις ξεμυαλίζω και μυαλό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αξεμυάλιστος
|