αξιολογήτρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αξιολογήτρια < αξιολογητής + -τρια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αξιολογήτρια θηλυκό
- (νεολογισμός, επάγγελμα) θηλυκό του αξιολογητής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Για τις γλώσσες που δεν έχουν ιδιαίτερο τύπο για το αρσενικό, δείτε αξιολογητής.
αξιολογήτρια