αξιωματικά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αξιωματικά < αξιωματικός

Επίρρημα

[επεξεργασία]

αξιωματικά και αξιωματικώς

  1. που τον διέπει η αξιωματικότητα
  2. σχετικά με ένα αξίωμα

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

τα αξιωματικά (el) ουδέτερο, πληθυντικός
βλ. αξιωματικός

  • ουδέτερο• ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επιθέτου "ο αξιωματικός"

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]