αξιόχρεο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αξιόχρεο | τα | αξιόχρεα |
γενική | του | αξιόχρεου | των | αξιόχρεων |
αιτιατική | το | αξιόχρεο | τα | αξιόχρεα |
κλητική | αξιόχρεο | αξιόχρεα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αξιόχρεο ουδέτερο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αξιόχρεο
|