απαίτησε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aˈpe.ti.se/
- ομόηχο: απέτισε
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
απαίτησε
- γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος απαιτώ
- β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος απαιτώ