απαντοχή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απαντοχή < μεσαιωνική ελληνική απαντοχή / παντοχή < απαντέχω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]απαντοχή θηλυκό
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] απαντοχή