απαπούτσωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απαπούτσωτος < α- + παπουτσώ(νω) + -τος
Επίθετο[επεξεργασία]
απαπούτσωτος, -η, -ο
- που δεν φορά παπούτσια
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απαπούτσωτος
|