απαστράπτω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀπαστράπτω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
απαστράπτω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπαστράπτω[1] < ἀπό + αρχαία ελληνική ἀστράπτω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.paˈstɾa.pto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πα‐στρά‐πτω

απαστράπτω

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]