απειρομεγέθης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο/η | απειρομεγέθης | το | απειρομέγεθες | ||
γενική | του/της | απειρομεγέθους* | του | απειρομεγέθους | ||
αιτιατική | τον/την | απειρομεγέθη | το | απειρομέγεθες | ||
κλητική | απειρομεγέθη | απειρομέγεθες | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | οι | απειρομεγέθεις | τα | απειρομεγέθη | ||
γενική | των | απειρομεγέθων | των | απειρομεγέθων | ||
αιτιατική | τους/τις | απειρομεγέθεις | τα | απειρομεγέθη | ||
κλητική | απειρομεγέθεις | απειρομεγέθη | ||||
* Και προφορικός τύπος σε -η στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνήθης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απειρομεγέθης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπειρομεγέθης. Συγχρονικά αναλύεται σε απειρο- + μέγεθ(ος) + -ης
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.pi.ɾo.meˈʝe.θis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πει‐ρο‐με‐γέ‐θης
- ομόηχο: απειρομεγέθεις
Επίθετο[επεξεργασία]
απειρομεγέθης, -ης, απειρομέγεθες
- που έχει υπερβολικά μεγάλο μέγεθος
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- απειρομεγεθ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'συνήθης' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα απειρο-, πολύ μεγάλος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)