απενταρία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απενταρία οι απενταρίες
      γενική της απενταρίας
    αιτιατική την απενταρία τις απενταρίες
     κλητική απενταρία απενταρίες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
απενταρία < στερητικό α- + πεντάρα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

απενταρία θηλυκό

  • η έλλειψη χρημάτων, το να μην έχει κανείς χρήματα

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]