απερίφραστα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απερίφραστα < απερίφραστος + -α
Επίρρημα
[επεξεργασία]απερίφραστα
- ευθέως, χωρίς περιστροφές και περιφράσεις
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] απερίφραστα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]απερίφραστα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του απερίφραστος