απλησίαστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απλησίαστος < (ελληνιστική κοινή) ἀπλησίαστος
Επίθετο
[επεξεργασία]απλησίαστος, -η, -ο
- (κυριολεκτικά) που δεν μπορείς να τον πλησιάσεις
- (μεταφορικά) που δεν μπορείς να τον πλησιάσεις
- (μεταφορικά) που η τιμή τους ή η αξία τους είναι υψηλή και δύσκολο κάποιος φτωχότερος μπορεί να τα αγοράσει
- (παρωχημένο) μέλος της κατώτερης κοινωνικής κάστας στην Ινδία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] απλησίαστος