απλώνω την αρίδα μου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
- τεμπελιάζω, ξαπλώνω και αναπαύομαι
- ※ Θα συμφωνήσετε οπωσδήποτε ότι αποτελεί κακό προηγούμενο. Θα αρχίσουνε όλοι να πηγαίνουν εκεί, ν’ απλώνουν την αρίδα τους και να παίρνουν τζάμπα λεφτά. (Φίοντορ Ντοστογιέφσκι, Ο κροκόδειλος)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απλώνω την αρίδα μου
|