απνευστική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απνευστική | ||
γενική | της | απνευστικής | ||
αιτιατική | την | απνευστική | ||
κλητική | απνευστική | |||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απνευστική < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
απνευστική θηλυκό
- (βιολογία), (εντομολογία): νύμφη ορισμένων ειδών εντόμων της οποίας τα αναπνευστικά ανοίγματα είναι κλειστά, ή ανύπαρκτα.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απνευστική
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
απνευστική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του απνευστικός
Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' στον ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον ενικό (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Εντομολογία (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)