απογαλάκτιση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απογαλάκτιση | οι | απογαλακτίσεις |
γενική | της | απογαλάκτισης* | των | απογαλακτίσεων |
αιτιατική | την | απογαλάκτιση | τις | απογαλακτίσεις |
κλητική | απογαλάκτιση | απογαλακτίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, απογαλακτίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απογαλάκτιση < (ελληνιστική κοινή) ἀπογαλάκτισις
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
απογαλάκτιση θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απογαλάκτιση
|