απογραμμικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
απογραμμικός, -ή, -ό
- (πληροφορική) (νεολογισμός) που δεν είναι συνδεμένος την στιγμή αυτή σε κάποιο ευρύτερο δίκτυο
- (πληροφορική) (νεολογισμός) που δεν είναι διαθέσιμος μέσω διαδικτύου ή είναι συνδεμένος στο διαδίκτυο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- απογραμμικά
- → δείτε τη λέξη γραμμή