αποδρομή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποδρομή < ελληνιστική κοινή ἀποδρομή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αποδρομή θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποδρομή
|
Δείτε επίσης : ἀποδρομή |
αποδρομή θηλυκό
|