αποθετικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
αυτά που αποβάλλουν κάτι
- γραμ. αποθετικά ρήματα λέγονται όσα έχουν μόνο μέση φωνή, όπως δέχομαι. έρχομαι, μάχομαι, άλλοτε με ενεργητική σημασία, όπως αισθάνομαι, βούλομαι και άλλοτε με παθητική, όπως ιάθην {=θεραπεύτηκα).
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
αποθετικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αποθετικό
Σημειώσεις[επεξεργασία]
Ονομάστηκαν έτσι από τους παλαιούς γραμματικούς γιατί εσφαλμένα νόμιζαν ότι αρχικά είχαν και ενεργητική φωνή που (απέθεντο) δηλαδή την απέβαλαν.