αποθηκούλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποθηκούλα οι αποθηκούλες
      γενική της αποθηκούλας
    αιτιατική την αποθηκούλα τις αποθηκούλες
     κλητική αποθηκούλα αποθηκούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αποθηκούλα < υποκοριστικό του αποθήκη

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αποθηκούλα θηλυκό

  • μικρή αποθήκη

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε αποθήκη