αποθρασύνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αποθρασύνομαι: παθητική φωνή του ρήματος αποθρασύνω < αρχαία ελληνική ἀποθρασύνομαι < ἀπό + θρασύς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰers- < *dʰer- (υποστηρίζω, κρατώ)

αποθρασύνομαι

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]