αποικιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποικιακός < αποικία
Επίθετο[επεξεργασία]
αποικιακός
- που αναφέρεται στις ή προέρχεται από τις αποικίες
- (αρχιτεκτονική) κτίσμα με αποικιακή αναφορά
- (βιολογία) που αφορά κυτταρικές αποικίες