αποκοντά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποκοντά < μεσαιωνική ελληνική αποκοντά < από + κοντά
Επίρρημα[επεξεργασία]
αποκοντά
- (ιδιωματικό) από κοντά, από δίπλα
- ※ Καθώς περπατούσε περαδώθε με μιαν άλλη, κάποιος νέος τις είχε αποκοντά και κάτι τους έλεγε κι αυτές γελούσαν. (Κωσταντίνος Χατζόπουλος (1923)[1] Η Αννιώ [διήγημα])
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποκοντά
|