αποκρύπτω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀποκρύπτω, υποκρύπτω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αποκρύπτω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀποκρύπτω < ἀπο- + κρύπτω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.poˈkɾi.pto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πο‐κρύ‐πτω

αποκρύπτω, αόρ.: απέκρυψα/(απόκρυψα), παθ.φωνή: αποκρύπτομαι, π.αόρ.: αποκρύφτηκα/αποκρύφθηκα, μτχ.π.π.: αποκρυμμένος

  • κρύβω κάτι, δεν το ανακοινώνω, κρατάω κάτι κρυφό ή μυστικό

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

φανερώνω

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]