αποκτώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αποκοτώ, ἀποκτῶμαι

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αποκτώ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀπoκτώ < ἀπό (απο-) + κτῶ < αρχαία ελληνική κτῶμαι. Διαφορετικό το ελληνιστικό ἀποκτῶμαι (χάνω την κατοχή)[1]

αποκτώ/αποκτάω, αόρ.: απέκτησα/απόκτησα, παθ.φωνή: αποκτώμαι/αποκτιέμαι/αποχτιέμαι, μτχ.π.π.: αποκτημένος

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Ενεργητικός αόριστος: απέκτησα και απόκτησα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]