απολιτίκ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
απολιτίκ < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική apolitique

Επίθετο

[επεξεργασία]

απολιτίκ άκλιτο και απολιτικός

→ δείτε τη λέξη απολιτικός

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
→ δείτε τη λέξη απολιτικός