απομιξία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απομιξία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
απομιξία θηλυκό
- (βιολογία), (βοτανική): η ανάπτυξη εμβρύου στα φυτά χωρίς γονιμοποίηση ή μείωση, όπως π.χ. παρατηρείται στο σκόρδο και τα εσπεριδοειδή.
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- πρόκειται για είδος ψευδοσεξουαλικής αναπαραγωγής. Ο αντίστοιχος όρος στη ζωολογία είναι παρθενογένεση
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απομιξία
|