απομυθοποιήσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
απομυθοποιήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απομυθοποιώ
- θα απομυθοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απομυθοποιώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
απομυθοποιήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του απομυθοποίηση