απομυθοποιήσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
απομυθοποιήσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του απομυθοποίηση
- εναλλακτικά: απομυθοποίησης
απομυθοποιήσεως θηλυκό